γλωσσομαθής

γλωσσομαθής
-ές
αυτός που μιλάει ξένες γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που γνωρίζει ξένες γλώσσες, ο πολύγλωσσος: Στην αγγελία ζητούσαν γλωσσομαθείς υπαλλήλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολάλος — ο αυτός που μιλάει πολλές γλώσσες, ο γλωσσομαθής …   Dictionary of Greek

  • γλωσσομάθεια — η η γνώση ξένων γλωσσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσομαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Γρ. Γ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρίδης, Δημήτριος — (Τύρναβος περ. 1785 – Βιέννη 1851;). Γιατρός και φιλόλογος. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον μεγαλύτερο αδελφό του Στέφανο, διάκο, τον αποκαλούμενο Δούνκα. Σπούδασε ιατρική στην Ιένα, όπου και έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας… …   Dictionary of Greek

  • Αριστάρχης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας Φαναριωτών, από τα μέλη της οποίας τα περισσότερα διακρίθηκαν ως ανώτατοι αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, των παραδουνάβιων ηγεμονιών και του οικουμενικού πατριαρχείου. Ειδικότερα, ο Σταυράκης Α. (1770 1822) …   Dictionary of Greek

  • Δαρμάριος, Ανδρέας — (16ος αι.). Βιβλιογράφος, καλλιγράφος και έμπορος ελληνικών χειρογράφων. Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά, σπούδασε στη σχολή της Σπάρτης και από το 1560 έζησε στη δυτική και βόρεια Ευρώπη, όπου ασχολήθηκε με την επιγραφή και την πώληση κωδίκων. Ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”